- ρόπαλο
- 1) assommoir2) gourdin
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ρόπαλο — το / ρόπαλον, ΝΜΑ ξύλινο χοντρό ραβδί, λεπτότερο στο ένα άκρο, στη λαβή, και πολύ παχύτερο και στρογγυλεμένο στο άλλο άκρο («το ρόπαλο τού Ηρακλέους») αρχ. 1. ξύλινο ραβδί που χρησιμοποιούσαν ως επιθετικό όπλο, ως ραβδί για να ξυλοκοπούν τον… … Dictionary of Greek
ρόπαλο — το δυνατό ξύλινο ραβδί, παχύτερο στη μία του άκρη: Το όπλο του Ηρακλή ήταν ένα ρόπαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ροπαληφορώ — έω, Α κρατώ ρόπαλο, είμαι οπλισμένος με ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπαλο + φορῶ (< φόρος*)] … Dictionary of Greek
πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… … Dictionary of Greek
κλομπ — το βαρύ ρόπαλο, μερικές φορές με μεταλλική κεφαλή, το οποίο χρησιμοποιείται ως όπλο χειρός ή βολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. club «ρόπαλο»] … Dictionary of Greek
κορύνη — Αμυντικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα οι κυνηγοί άγριων ζώων. Επρόκειτο για ένα χοντρό ατρακτοειδές ρόπαλο, επενδεδυμένο με μέταλλο, χαλκό ή σίδερο. Αργότερα εξελίχθηκε σε πολεμικό όπλο, ανάλογο με αυτό που χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek
μαγγλάβιον — μαγγλάβιον, τὸ (Μ) 1. ράβδος, μαγκούρα, ρόπαλο 2. συνεκδ. ραβδισμός, δαρμός με ρόπαλο … Dictionary of Greek
μαγκλάβιον — μαγκλάβι(ο)ν και μαγκλόβι(ν) και μακλάβι(ν), τὸ (Μ) 1. ρόπαλο, ραβδί 2. το χαρακτηριστικό μαστίγιο τής βυζαντινής περιόδου που ήταν προσαρτημένο στη ζώνη τής στολής 3. το σώμα τών μαγκλαβιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. *man(u)clavium < manus … Dictionary of Greek
ροπαλιά — η, Ν [ρόπαλο] χτύπημα με ρόπαλο … Dictionary of Greek
ροπαλομάχος — ὁ, Α αυτός που πολεμούσε με το ρόπαλο, ο οπλισμένος με ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπαλον + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. πυγ μάχος] … Dictionary of Greek